- καλοκομμένος
- -η, -οαυτός που έχει κοπεί καλά, ομορφοπλασμένος: Οι χυλοπίτες είναι καλοκομμένες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοκομμένος — η, ο βλ. καλοκόβω … Dictionary of Greek
εΰτμητος — ἐΰτμητος, ον, (Α) (επικ. τ.) (για δερμάτινα αντικείμενα) αυτός που έχει τμηθεί καλά, ο καλοκομμένος, ο κομμένος με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τμητός (< τέμνω)] … Dictionary of Greek
καλοκόβω — 1. κόβω καλά, είμαι πολύ κοφτερός («δεν καλοκόβει το μαχαίρι» 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) καλοκομμένος, η, ο α) κομμένος καλά, με ακρίβεια, με συμμετρία («καλοκομμένο κοστούμι») β) (μτφ. για ανθρώπους) καλοκαμωμένος, με καλή διάπλαση … Dictionary of Greek
ομορφάνθρωπος — ο ο ωραίος, όμορφος άνθρωπος, καλοκαμωμένος, καλοκομμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)